- νεκάδες
- νεκάςheap of slainfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκάς — νεκάς, άδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ νεκάδες οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών αρχ. 1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά 2. στον πληθ. τάξη, σωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νιφ άς)] … Dictionary of Greek